δρασκελώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δρασκελώ < μεσαιωνική ελληνική δρασκελώ < δρασκελίζω < διασκελίζω < (ελληνιστική κοινή) διασκελίζομαι < διά + αρχαία ελληνική σκέλος
Ρήμα
επεξεργασίαδρασκελώ
- άλλη μορφή του δρασκελίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δρασκελάω - δρασκελώ | δρασκελούσα | θα δρασκελάω - δρασκελώ | να δρασκελάω - δρασκελώ | δρασκελώντας | |
β' ενικ. | δρασκελάς | δρασκελούσες | θα δρασκελάς | να δρασκελάς | δρασκέλα - δρασκέλαγε | |
γ' ενικ. | δρασκελάει - δρασκελά | δρασκελούσε | θα δρασκελάει - δρασκελά | να δρασκελάει - δρασκελά | ||
α' πληθ. | δρασκελάμε - δρασκελούμε | δρασκελούσαμε | θα δρασκελάμε - δρασκελούμε | να δρασκελάμε - δρασκελούμε | ||
β' πληθ. | δρασκελάτε | δρασκελούσατε | θα δρασκελάτε | να δρασκελάτε | δρασκελάτε | |
γ' πληθ. | δρασκελάν(ε) - δρασκελούν(ε) | δρασκελούσαν(ε) | θα δρασκελάν(ε) - δρασκελούν(ε) | να δρασκελάν(ε) - δρασκελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δρασκέλησα | θα δρασκελήσω | να δρασκελήσω | δρασκελήσει | ||
β' ενικ. | δρασκέλησες | θα δρασκελήσεις | να δρασκελήσεις | δρασκέλα - δρασκέλησε | ||
γ' ενικ. | δρασκέλησε | θα δρασκελήσει | να δρασκελήσει | |||
α' πληθ. | δρασκελήσαμε | θα δρασκελήσουμε | να δρασκελήσουμε | |||
β' πληθ. | δρασκελήσατε | θα δρασκελήσετε | να δρασκελήσετε | δρασκελήστε | ||
γ' πληθ. | δρασκέλησαν δρασκελήσαν(ε) |
θα δρασκελήσουν(ε) | να δρασκελήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δρασκελήσει | είχα δρασκελήσει | θα έχω δρασκελήσει | να έχω δρασκελήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δρασκελήσει | είχες δρασκελήσει | θα έχεις δρασκελήσει | να έχεις δρασκελήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δρασκελήσει | είχε δρασκελήσει | θα έχει δρασκελήσει | να έχει δρασκελήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δρασκελήσει | είχαμε δρασκελήσει | θα έχουμε δρασκελήσει | να έχουμε δρασκελήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δρασκελήσει | είχατε δρασκελήσει | θα έχετε δρασκελήσει | να έχετε δρασκελήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δρασκελήσει | είχαν δρασκελήσει | θα έχουν δρασκελήσει | να έχουν δρασκελήσει |
|