Ετυμολογία

επεξεργασία
δρασκελώ < μεσαιωνική ελληνική δρασκελώ < δρασκελίζω < διασκελίζω < (ελληνιστική κοινήδιασκελίζομαι < διά + αρχαία ελληνική σκέλος

δρασκελώ