διασκέλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασκέλισμα < μεσαιωνική ελληνική διασκέλισμα < διασκελίζω < (ελληνιστική κοινή) διασκελίζομαι < διά + αρχαία ελληνική σκέλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈsce.li.zma/ & /ðʝaˈsce.li.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασκέλισμα ουδέτερο
- η βάδιση ή υπερπήδηση εμποδίου σε απόσταση ίση με το άνοιγμα των ποδιών ενός ανθρώπου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διασκελίζω και σκέλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασκέλισμα
|