↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διασκελισμός οι διασκελισμοί
      γενική του διασκελισμού των διασκελισμών
    αιτιατική τον διασκελισμό τους διασκελισμούς
     κλητική διασκελισμέ διασκελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασκελισμός < διασκελίζω, διασκελισ- + -μός < μεσαιωνική ελληνική διασκελίζω < (ελληνιστική κοινήδιασκελίζομαι < διά (δια-) + αρχαία ελληνική σκέλος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική enjambement

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.sce.liˈzmos/ & /ðʝa.sce.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σκε‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διασκελισμός αρσενικό

  1. το διασκέλισμα
  2. (φιλολογία, μετρική) το μετρικό φαινόμενο στο οποίο το νόημα ενός στίχου ολοκληρώνεται στον επόμενο (ή επόμενους)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία