straddle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstraddle (en)
- δρασκελίζω
- στέκομαι με τα πόδια ανοιχτά
- κάνω δοκιμαστικές βολές για να εκτιμήσω την απόσταση του στόχου
Ρήμα
επεξεργασίαstraddle (en)
- δρασκελιά, διασκελισμός
- (οικονομία) η επένδυση σε παράγωγα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- straddle στην αγγλική Βικιπαίδεια