δρασκελιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δρασκελιά | οι | δρασκελιές |
γενική | της | δρασκελιάς | των | δρασκελιών |
αιτιατική | τη | δρασκελιά | τις | δρασκελιές |
κλητική | δρασκελιά | δρασκελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρασκελιά θηλυκό
- το μέγιστο άνοιγμα των ποδιών, το βήμα που κάνει κάποιος ανοίγοντας πολύ τα πόδια του
- η απόσταση που διανύει κανείς με ένα (1) τέτοιο βήμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διασκελίζω και σκέλος