Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stride strides

stride (en)

  • η δρασκελιά, ένα μεγάλο βήμα
    ⮡  Medicine made great strides in the 20th century.
    Η ιατρική έκανε μεγάλα βήματα στον 20ό αιώνα.
ενεστώτας stride
γ΄ ενικό ενεστώτα strides
αόριστος strode
παθητική μετοχή stridden, strode, strid
ενεργητική μετοχή striding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

stride (en)