Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δρασκέλισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δρασκέλισμα
τα
δρασκελίσμα
τ
α
γενική
του
δρασκελίσμα
τ
ος
των
δρασκελισμά
τ
ων
αιτιατική
το
δρασκέλισμα
τα
δρασκελίσμα
τ
α
κλητική
δρασκέλισμα
δρασκελίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δρασκέλισμα
<
δρασκελίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δρασκέλισμα
ουδέτερο
ο
δρασκελισμός