αδρασκελιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδρασκελιά | οι | αδρασκελιές |
γενική | της | αδρασκελιάς | των | αδρασκελιών |
αιτιατική | την | αδρασκελιά | τις | αδρασκελιές |
κλητική | αδρασκελιά | αδρασκελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααδρασκελιά θηλυκό
- (προφορικό) άλλη μορφή του δρασκελιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδρασκελιά
|