Θεομήτωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεομήτωρ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική Θεομήτωρ < ελληνιστική κοινή θεομήτωρ < αρχαία ελληνική Θεός + μήτηρ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεομήτωρ θηλυκό
- (στον ενικό, χριστιανισμός, θεωνύμιο) η μητέρα του Ιησού Χριστού, η Παναγία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Θεομήτωρ
|