θεογεννήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεογεννήτρια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεογεννήτρια ( θεο- + γεννήτρια ) < θεογεννήτωρ < αρχαία ελληνική θεός + γεννήτωρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεογεννήτρια θηλυκό
- (θρησκεία) θηλυκό του θεογεννήτορας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεογεννήτρια
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θεογεννήτρια - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].