↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακρίτας οι ακρίτες
      γενική του ακρίτα των ακριτών
    αιτιατική τον ακρίτα τους ακρίτες
     κλητική ακρίτα ακρίτες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακρίτας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀκρίτης με βάση την λέξη ακρίτας της ποντιακής διαλέκτου (από έκδοση του έπους του Διγενή Ακρίτα από χειρόγραφο της Τραπεζούντας)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈkɾi.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρί‐τας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακρίτας αρσενικό

  • (ιστορία) στα βυζαντινά χρόνια, ήταν άνδρες στους οποίους δινόταν γη στις "άκρες" όπως λεγόταν τότε η μεθόριος και σε αντάλλαγμα υπηρετούσαν στο στρατό και υπερασπίζονταν τα σύνορα της αυτοκρατορίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία