ακρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ακρίτης | οι | ακρίτες |
γενική | του | ακρίτη | των | ακριτών |
αιτιατική | τον | ακρίτη | τους | ακρίτες |
κλητική | ακρίτη | ακρίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακρίτης < μεσαιωνική ελληνική ακρίτης < άκρες + -ίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακρίτης αρσενικό
- (ιστορία) φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου
- φύλακας των συνόρων ενός κράτους
- αυτός που κατοικεί σε ακριτική περιοχή
Συγγενικά επεξεργασία
- ακρίτας
- Ακρίτας
- ακριτικός
- Διγενής Ακρίτης
- → και δείτε τη λέξη άκρη
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ακρίτες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακρίτης