Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακρίτης οι ακρίτες
      γενική του ακρίτη των ακριτών
    αιτιατική τον ακρίτη τους ακρίτες
     κλητική ακρίτη ακρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρίτης < μεσαιωνική ελληνική ακρίτης < άκρες + -ίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρίτης αρσενικό

  1. (ιστορία) φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου
     συνώνυμα: ακρίτας
  2. φύλακας των συνόρων ενός κράτους
  3. αυτός που κατοικεί σε ακριτική περιοχή

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία