Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπιτουλάριο τα καπιτουλάρια
      γενική του καπιτουλάριου
καπιτουλαρίου
των καπιτουλάριων
καπιτουλαρίων
    αιτιατική το καπιτουλάριο τα καπιτουλάρια
     κλητική καπιτουλάριο καπιτουλάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπιτουλάριο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καπιτουλάριον < λατινική capitularium. Συγκρίνετε με το καπιτολάριο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπιτουλάριο ουδέτερο ή καπιτολάριο[1]

  • → δείτε  μεσαιωνική ελληνική καπιτουλάριον (δημόσιο κατάστιχο) επίσημο βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν πράξεις, είτε κρατικές είτε εκκλησιαστικές
    ※  δεν μας είναι γνωστό ούτε το καπιτουλάριο (capitularium) των ρεκτόρων του νησιού , το σύνολο δηλαδή των διατάξεων που κανόνιζαν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους, ούτε ή commissio κάποιου ρέκτορα (Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ire debeas in rettorem Caneae: η εντολή του δόγη Βενετίας προς τον ρέκτορα Χανίων, 1589, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών, Βενετία, 2002, σελ. 8)
    ※  Το Καπιτουλάριο του 808 ρυθμίζει τα θέματα στρατολογίας στον αυτοκρατορικό στρατό και αναφέρει φεουδαρχικά υποτελείς επισκόπους και αβάδες (ηγούμενους) που διαθέτουν μεγάλα χαριστικά κτήματα (beneficia) (Ιστορικά, Τόμος 9, Ελευθεροτυπία, 2001, σελ. 45)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καπιτολάριο (το) - Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος lexicolefkadas.gr

  Μεταφράσεις επεξεργασία