Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπιτολάριο τα καπιτολάρια
      γενική του καπιτολάριου
καπιτολαρίου
των καπιτολάριων
καπιτολαρίων
    αιτιατική το καπιτολάριο τα καπιτολάρια
     κλητική καπιτολάριο καπιτολάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπιτολάριο < ή (άμεσο δάνειο) ιταλική capitolar(e) (ουσιαστικό) + -ιο, ή καπιτουλάριο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καπιτουλάριον με τροπή [u] > [o] < λατινική capitularium • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπιτολάριο ουδέτερο

  • άλλη μορφή του καπιτουλάριο: καταστατικό, δημόσιο κατάστιχο, επίσημο βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν πράξεις, είτε κρατικές είτε εκκλησιαστικές[1]
    ※  Σύμφωνα με το καπιτολάριο του ναού της Ζωοδόχου Πηγής Λευκάδας, το 1791 ο πατέρας του Παναγιώτης Μωραΐτης ταμπάκης εγράφθη ως άνωθεν επειδή ο υιός του Ανδρέας εζωγράφισεν τον Άγιο Μάρκο και την εικόνα της Θεοτόκου εις το παρόν λίμπρο. (Μωραΐτης Ανδρέας, Πανδέκτης, [1])
    ※  Στο καπιτολάριο (καταστατικό) του Αγίου Σπυρίδωνα – που βρίσκεται στην κατοχή της οικογενείας μου – υπάρχει το διάταγμα του 1684, με το οποίο ο Ενετός Αρχιστράτηγος Francesco Morosini παραχώρησε την έκταση για την ανέγερση ναού στους αιτούντες κατοίκους Αμαξικής, για να το νέμονται αυτοί και οι άρρενες απόγονοί τους για πάντα (Απάντηση – δήλωση για την αγωγή που αφορά τον ιερό ναό του Αγ. Σπυρίδωνα Λευκάδας, romfea.gr, 25 Μαΐου 2010 [2])
    ※  Στα καπιτολάρια καταχωρίζονταν, επίσης, διάφορες πράξεις είτε διοικητικού, είτε οικονομικού περιεχομένου (Νίκος Δ. Καράμπελας, Το καπίτολο του αγίου Δημητρίου του μυροβλύτου & το δεκρέτο του αγίου, Πρεβεζάνικα Χρονικά, Περίοδος Β΄, Τεύχος 55-56, Πρέβεζα, 2019, σελ. 64)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2005), λήμμα «καπιτολάριο».

  Μεταφράσεις επεξεργασία