- εμβατίκια < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐμβατίκιον στον πληθυντικό < (ελληνιστική κοινή) ἐμβατικός [1] < αρχαία ελληνική ἐμβαίνω < βαίνω
εμβατίκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή εμπατίκια, μπατίκια
- (εκκλησιαστικός όρος, ιστορία) τα χρήματα που έδιναν κατά τη βυζαντινή εποχή οι ιερείς στον επίσκοπο, για να τους τοποθετήσει (ή αφού τους τοποθέτησε) σε μια (προσοδοφόρα) ενορία
- (εκκλησιαστικός όρος, οικονομία, ιστορία) έκτακτη (εκκλησιαστική) φορολόγηση
- ※ Tα εμβατίκια ή φιλότιμα ή ζητείαι, άλλως συνοικέσια, δίσκοι, λειτουργικά, παρρησίαι, προθέσεις, ψυχομερίδια ήταν έκτακτη φορολογία, παράλληλα με τις... τακτικές εισφορές. Eπίσης, η λέξη απαντάται και σε μεσαιωνικά λεξικά και σημαίνει τον φόρο των ιερωμένων στον οικείο επίσκοπο. (@ethnos.gr)
- (ιδιωματικό) η τελετουργική επίσημη είσοδος (και αποδοχή) του γαμπρού στο σπίτι της νύφης για πρώτη φορά
- άλλες μορφές: μβατίκια
- ※ Τρεῖς χαρὲς εἶχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ κυρα-Γαλάτσαινα τοῦ Κασσανδριανοῦ, χήρα τοῦ μακαρίτου ὁμωνύμου πλοιάρχου, ἀποθανόντος πρό τινων ἐτῶν πτωχοῦ μετὰ πολλὰς ἐπιχειρήσεις. Ἡ πρώτη ἦτο ὅτι εἶχε ἀρραβωνίσει πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν τὴν κόρην της, τὴν Μυρσούδα, μὲ καλὸν γαμβρόν, τὸν Βασίλην τὸν Μπόνον. Ἡ δευτέρα ἦτο ὅτι, σήμερον πρωτοχρονιάν, ἑώρταζε τὴν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματός του ὁ ἴδιος ὁ γαμβρός της. Ἡ τρίτη ἦτο ὅτι ἔμελλον νὰ τελεσθῶσι τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας τὰ ἐμβατίκια τοῦ γαμβροῦ εἰς τὴν οἰκίαν της. Ἡ ἰδέα τῆς κυρα-Γαλάτσαινας ἦτον νὰ εἶχον τελεσθῆ τὰ μβατίκια ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὴν νύκτα τοῦ παλαιοῦ χρόνου πρὸς τὴν ἀνατολὴν τοῦ νέου, ὅπως θὰ ἦτο πρέπον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα συχαρίκια)