βυτίον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βυτίον < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική βουτίον, (τύπος του βουτσίον) → και δείτε τη λέξη βουτσί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβυτίον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- βουτσί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας