Δείτε επίσης: ἰχθυόμορφος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχθυόμορφος η ιχθυόμορφη το ιχθυόμορφο
      γενική του ιχθυόμορφου της ιχθυόμορφης του ιχθυόμορφου
    αιτιατική τον ιχθυόμορφο την ιχθυόμορφη το ιχθυόμορφο
     κλητική ιχθυόμορφε ιχθυόμορφη ιχθυόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχθυόμορφοι οι ιχθυόμορφες τα ιχθυόμορφα
      γενική των ιχθυόμορφων των ιχθυόμορφων των ιχθυόμορφων
    αιτιατική τους ιχθυόμορφους τις ιχθυόμορφες τα ιχθυόμορφα
     κλητική ιχθυόμορφοι ιχθυόμορφες ιχθυόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιχθυόμορφος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἰχθυόμορφος. [1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιχθυό- + -μορφος

  Επίθετο

επεξεργασία

ιχθυόμορφος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ἰχθυόμορφος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .