Δείτε επίσης: μαρτυρικῶς

Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρτυρικώς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μαρτυρικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μαρτυρικ(ός) + -ώς

Επίρρημα

επεξεργασία

μαρτυρικώς

  • μαρτυρικός (μαρτυρικά & -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)