μαρτυρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μαρτυρικός < (ελληνιστική κοινή) μαρτυρικός < αρχαία ελληνική μαρτυρία (κατάθεση)
Επίθετο
επεξεργασία
μαρτυρικός,ή,ό
- ο σχετικός με το μάρτυρα στο δικαστήριο
- μαρτυρική κατάθεση
- ιδιαιτερα βασανιστικός
- μαρτυρικός θάνατος, μαρτυρική ζωή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τα μαρτυρικά ως ουσιαστικό