εγκαινιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκαινιάζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐγκαινιάζω < ελληνιστική κοινή ἐγκαινίζω < ἐγκαίνια [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eŋ.ɟe.niˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκαι‐νι‐ά‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐και‐νι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεγκαινιάζω, αόρ.: εγκαινίασα, παθ.φωνή: εγκαινιάζομαι, π.αόρ.: εγκαινιάστηκα/(εγκαινιάσθηκα), μτχ.π.π.: εγκαινιασμένος
- κηρύσσω την έναρξη λειτουργίας ιδρύματος, καταστήματος, οργανισμού με επίσημη εκδήλωση
- θέτω για πρώτη φορά σε εφαρμογή κάτι, χρησιμοποιώ κάτι πρώτος ή για πρώτη φορά
- (οικείο) χρησιμοποιώ πρώτος, ξεκινάω τη χρήση κάποιου πράγματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκαινιάζω | εγκαινίαζα | θα εγκαινιάζω | να εγκαινιάζω | εγκαινιάζοντας | |
β' ενικ. | εγκαινιάζεις | εγκαινίαζες | θα εγκαινιάζεις | να εγκαινιάζεις | εγκαινίαζε | |
γ' ενικ. | εγκαινιάζει | εγκαινίαζε | θα εγκαινιάζει | να εγκαινιάζει | ||
α' πληθ. | εγκαινιάζουμε | εγκαινιάζαμε | θα εγκαινιάζουμε | να εγκαινιάζουμε | ||
β' πληθ. | εγκαινιάζετε | εγκαινιάζατε | θα εγκαινιάζετε | να εγκαινιάζετε | εγκαινιάζετε | |
γ' πληθ. | εγκαινιάζουν(ε) | εγκαινίαζαν εγκαινιάζαν(ε) |
θα εγκαινιάζουν(ε) | να εγκαινιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκαινίασα | θα εγκαινιάσω | να εγκαινιάσω | εγκαινιάσει | ||
β' ενικ. | εγκαινίασες | θα εγκαινιάσεις | να εγκαινιάσεις | εγκαινίασε | ||
γ' ενικ. | εγκαινίασε | θα εγκαινιάσει | να εγκαινιάσει | |||
α' πληθ. | εγκαινιάσαμε | θα εγκαινιάσουμε | να εγκαινιάσουμε | |||
β' πληθ. | εγκαινιάσατε | θα εγκαινιάσετε | να εγκαινιάσετε | εγκαινιάστε | ||
γ' πληθ. | εγκαινίασαν εγκαινιάσαν(ε) |
θα εγκαινιάσουν(ε) | να εγκαινιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγκαινιάσει | είχα εγκαινιάσει | θα έχω εγκαινιάσει | να έχω εγκαινιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγκαινιάσει | είχες εγκαινιάσει | θα έχεις εγκαινιάσει | να έχεις εγκαινιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγκαινιάσει | είχε εγκαινιάσει | θα έχει εγκαινιάσει | να έχει εγκαινιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκαινιάσει | είχαμε εγκαινιάσει | θα έχουμε εγκαινιάσει | να έχουμε εγκαινιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγκαινιάσει | είχατε εγκαινιάσει | θα έχετε εγκαινιάσει | να έχετε εγκαινιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκαινιάσει | είχαν εγκαινιάσει | θα έχουν εγκαινιάσει | να έχουν εγκαινιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκαινιάζομαι | εγκαινιαζόμουν(α) | θα εγκαινιάζομαι | να εγκαινιάζομαι | ||
β' ενικ. | εγκαινιάζεσαι | εγκαινιαζόσουν(α) | θα εγκαινιάζεσαι | να εγκαινιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | εγκαινιάζεται | εγκαινιαζόταν(ε) | θα εγκαινιάζεται | να εγκαινιάζεται | ||
α' πληθ. | εγκαινιαζόμαστε | εγκαινιαζόμαστε εγκαινιαζόμασταν |
θα εγκαινιαζόμαστε | να εγκαινιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | εγκαινιάζεστε | εγκαινιαζόσαστε εγκαινιαζόσασταν |
θα εγκαινιάζεστε | να εγκαινιάζεστε | (εγκαινιάζεστε) | |
γ' πληθ. | εγκαινιάζονται | εγκαινιάζονταν εγκαινιαζόντουσαν |
θα εγκαινιάζονται | να εγκαινιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκαινιάστηκα | θα εγκαινιαστώ | να εγκαινιαστώ | εγκαινιαστεί | ||
β' ενικ. | εγκαινιάστηκες | θα εγκαινιαστείς | να εγκαινιαστείς | εγκαινιάσου | ||
γ' ενικ. | εγκαινιάστηκε | θα εγκαινιαστεί | να εγκαινιαστεί | |||
α' πληθ. | εγκαινιαστήκαμε | θα εγκαινιαστούμε | να εγκαινιαστούμε | |||
β' πληθ. | εγκαινιαστήκατε | θα εγκαινιαστείτε | να εγκαινιαστείτε | εγκαινιαστείτε | ||
γ' πληθ. | εγκαινιάστηκαν εγκαινιαστήκαν(ε) |
θα εγκαινιαστούν(ε) | να εγκαινιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εγκαινιαστεί | είχα εγκαινιαστεί | θα έχω εγκαινιαστεί | να έχω εγκαινιαστεί | εγκαινιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις εγκαινιαστεί | είχες εγκαινιαστεί | θα έχεις εγκαινιαστεί | να έχεις εγκαινιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εγκαινιαστεί | είχε εγκαινιαστεί | θα έχει εγκαινιαστεί | να έχει εγκαινιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκαινιαστεί | είχαμε εγκαινιαστεί | θα έχουμε εγκαινιαστεί | να έχουμε εγκαινιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εγκαινιαστεί | είχατε εγκαινιαστεί | θα έχετε εγκαινιαστεί | να έχετε εγκαινιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκαινιαστεί | είχαν εγκαινιαστεί | θα έχουν εγκαινιαστεί | να έχουν εγκαινιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εγκαινιασμένος - είμαστε, είστε, είναι εγκαινιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εγκαινιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εγκαινιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εγκαινιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εγκαινιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εγκαινιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εγκαινιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκαινιάζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εγκαινιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας