εγκαινιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκαινιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκαινιάζω
Μετοχή επεξεργασία
εγκαινιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εγκαινιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκαινιασμένος
|
εγκαινιασμένος, -η, -ο
|