Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξαποστειλάριο τα εξαποστειλάρια
      γενική του εξαποστειλαρίου
εξαποστειλάριου
των εξαποστειλαρίων
    αιτιατική το εξαποστειλάριο τα εξαποστειλάρια
     κλητική εξαποστειλάριο εξαποστειλάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαποστειλάριο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐξαποστειλάριον < (ελληνιστική κοινή) ἐξαποστέλλω < αρχαία ελληνική ἐξαποστέλλομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξαποστειλάριο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία