λιτή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιτή | οι | λιτές |
γενική | της | λιτής | των | λιτών |
αιτιατική | τη | λιτή | τις | λιτές |
κλητική | λιτή | λιτές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λιτή < αρχαία ελληνική λιτή, θέμα λιτ- του ρήματος λίτομαι (ή λίσσομαι) "ικετεύω,θερμοπαρακαλώ", αβέβ. ετύμου.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λιτή θηλυκό
- η μικρή ακολουθία που ψάλλεται συνήθως στα μοναστήρια και στους ενοριακούς ναούς κατά τις ολονυκτίες (και στις βραδινές Θ. Λειτουργίες) την παραμονή μεγάλων εορτών
- ο εσωτερικός νάρθηκας των μοναστηριών (μονών), στον οποίο διεξάγεται η ακολουθία της λιτής.
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
λιτή