αμπελοκόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπελοκόμος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀμπελοκόμος[1] < αρχαία ελληνική ἄμπελος, Συγχρονικά αναλύεται σε αμπελο- + -κόμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /am.be.loˈko.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπε‐λο‐κό‐μος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπελοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμπελουργός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμπελοκόμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αμπελοκόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας