↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμπελουργός οι αμπελουργοί
      γενική του αμπελουργού των αμπελουργών
    αιτιατική τον αμπελουργό τους αμπελουργούς
     κλητική αμπελουργέ αμπελουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμπελουργός < αρχαία ελληνική ἀμπελουργός < ἀμπέλι + ἔργον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /am.be.luɾˈɣos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμπελουργός αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία