αμπελουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπελουργώ < αρχαία ελληνική ἀμπελουργέω / ἀμπελουργῶ < ἄμπελος + ἔργον
Ρήμα
επεξεργασίααμπελουργώ
- ασχολούμαι με την καλλιέργεια αμπελιού, είμαι αμπελουργός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμπελουργός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμπελουργώ | αμπελουργούσα | θα αμπελουργώ | να αμπελουργώ | αμπελουργώντας | |
β' ενικ. | αμπελουργείς | αμπελουργούσες | θα αμπελουργείς | να αμπελουργείς | (αμπελούργει) | |
γ' ενικ. | αμπελουργεί | αμπελουργούσε | θα αμπελουργεί | να αμπελουργεί | ||
α' πληθ. | αμπελουργούμε | αμπελουργούσαμε | θα αμπελουργούμε | να αμπελουργούμε | ||
β' πληθ. | αμπελουργείτε | αμπελουργούσατε | θα αμπελουργείτε | να αμπελουργείτε | αμπελουργείτε | |
γ' πληθ. | αμπελουργούν(ε) | αμπελουργούσαν(ε) | θα αμπελουργούν(ε) | να αμπελουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμπελούργησα | θα αμπελουργήσω | να αμπελουργήσω | αμπελουργήσει | ||
β' ενικ. | αμπελούργησες | θα αμπελουργήσεις | να αμπελουργήσεις | αμπελούργησε | ||
γ' ενικ. | αμπελούργησε | θα αμπελουργήσει | να αμπελουργήσει | |||
α' πληθ. | αμπελουργήσαμε | θα αμπελουργήσουμε | να αμπελουργήσουμε | |||
β' πληθ. | αμπελουργήσατε | θα αμπελουργήσετε | να αμπελουργήσετε | αμπελουργήστε | ||
γ' πληθ. | αμπελούργησαν αμπελουργήσαν(ε) |
θα αμπελουργήσουν(ε) | να αμπελουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμπελουργήσει | είχα αμπελουργήσει | θα έχω αμπελουργήσει | να έχω αμπελουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμπελουργήσει | είχες αμπελουργήσει | θα έχεις αμπελουργήσει | να έχεις αμπελουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμπελουργήσει | είχε αμπελουργήσει | θα έχει αμπελουργήσει | να έχει αμπελουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμπελουργήσει | είχαμε αμπελουργήσει | θα έχουμε αμπελουργήσει | να έχουμε αμπελουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμπελουργήσει | είχατε αμπελουργήσει | θα έχετε αμπελουργήσει | να έχετε αμπελουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμπελουργήσει | είχαν αμπελουργήσει | θα έχουν αμπελουργήσει | να έχουν αμπελουργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμπελουργώ
|