vigneron
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vigneron | vignerons |
θηλυκό | vigneronne | vigneronnes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvigneron (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vigneron | vignerons |
θηλυκό | vigneronne | vigneronnes |
vigneron (fr)