ερωταπόκριση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερωταπόκριση | οι | ερωταποκρίσεις |
γενική | της | ερωταπόκρισης* | των | ερωταποκρίσεων |
αιτιατική | την | ερωταπόκριση | τις | ερωταποκρίσεις |
κλητική | ερωταπόκριση | ερωταποκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ερωταποκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερωταπόκριση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐρωταπόκρισις < αρχαία ελληνική ἐρώτ(ησις) + ἀπόκρισις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾo.taˈpo.kɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρω‐τα‐πό‐κρι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερωταπόκριση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερωταπόκριση
|