Δείτε επίσης: ἄχλωρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άχλωρος η άχλωρη το άχλωρο
      γενική του άχλωρου της άχλωρης του άχλωρου
    αιτιατική τον άχλωρο την άχλωρη το άχλωρο
     κλητική άχλωρε άχλωρη άχλωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άχλωροι οι άχλωρες τα άχλωρα
      γενική των άχλωρων των άχλωρων των άχλωρων
    αιτιατική τους άχλωρους τις άχλωρες τα άχλωρα
     κλητική άχλωροι άχλωρες άχλωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άχλωρος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄχλωρος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.xlo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐χλω‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

άχλωρος -η -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άχλωροςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας