Δείτε επίσης: κακόγραφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κακογράφος οι κακογράφοι
      γενική του/της κακογράφου των κακογράφων
    αιτιατική τον/την κακογράφο τους/τις κακογράφους
     κλητική κακογράφε κακογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακογράφος < μεσαιωνική ελληνική κακογράφος < κακο- + -γράφος. Διαφορετική η σημασία της ελληνιστικής λέξης κακόγραφος (που είναι γραμμένος άσχημα)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κακογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία