κακογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακογραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακογραφία θηλυκό
- γρήγορη, άσχημη, δυσανάγνωστη γραφή
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακογραφία
|