καλοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοφαγία | οι | καλοφαγίες |
γενική | της | καλοφαγίας | — | |
αιτιατική | την | καλοφαγία | τις | καλοφαγίες |
κλητική | καλοφαγία | καλοφαγίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλοφαγία < μεσαιωνική ελληνική καλοφαγία < καλοφαγ- (καλοτρώω < καλο- + τρώω) + -ία [1], αναλύεται καλο- + -φαγία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lo.faˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐φα‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοφαγία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλοφαγάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοφαγία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλοφαγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας