καλοφαγιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοφαγιά | οι | καλοφαγιές |
γενική | της | καλοφαγιάς | των | καλοφαγιών |
αιτιατική | την | καλοφαγιά | τις | καλοφαγιές |
κλητική | καλοφαγιά | καλοφαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοφαγιά < μεσαιωνική ελληνική καλοφαγ(ία) + -ιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lo.faˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐φα‐γιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλοφαγιά[1] θηλυκό
- άλλη μορφή του καλοφαγία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καλοφαγάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοφαγιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλοφαγιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)