Δείτε επίσης: δραματικῶς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δραματικώς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δραματικῶς < αρχαία ελληνική δραματικός. Συγχρονικά αναλύεται σε δραματικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

δραματικώς

  • «δραματικός (& δραματικά, -ώς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)