Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δραματικά < δραματικός

  Επίρρημα επεξεργασία

δραματικά

  1. με δραματικό τρόπο
  2. από δραματική άποψη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δραματικά