Δείτε επίσης: ἀναθιβάλλω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναθιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀναθιβάλλω (δείτε πιθανές ετυμολογήσεις)

αναθιβάλλω, πρτ.: αναθίβαλλα/ανεθίβαλλα, αόρ.: ανεθίβαλα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία