αναθιβάλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναθιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀναθιβάλλω (δείτε πιθανές ετυμολογήσεις)
Ρήμα επεξεργασία
αναθιβάλλω, πρτ.: αναθίβαλλα/ανεθίβαλλα, αόρ.: ανεθίβαλα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αναθιβάλλω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας