Δείτε επίσης: αναθιβάλλω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναθιβάλλω < ἀθιβάλλω πιθανόν με πρόθημα ἀν(ά) κατά τα ρήματα όπως ἀναθυμίζω, ἀναβάλλω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ιδιωματικό: αναθιβάλλω[2]

ἀναθιβάλλω

  1. λέω
  2. διηγούμαι, αναφέρω
    ※  (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Α, 7-10 Έκδοση πρώτου χφ: Σαββίδης, Γ. Π. (επιμ.) 1988 - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
    αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν, / ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν / σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι / σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
  3. σκέφτομαι, θυμάμαι
  4. υποθέτω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αναθιβάλλωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αναθιβάλλω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].