εικονοστάσιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εικονοστάσιο < ελληνιστική κοινή εἰκονοστάσιον < αρχαία ελληνική εἰκών + ἵστημι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.kɔ.nɔ.ˈsta.si.ɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εικονοστάσιο ουδέτερο
- η ειδική κατασκευή ή το σημείο όπου τοποθετούμε θρησκευτικές εικόνες
- (θρησκεία) το ξύλινο, μαρμάρινο ή πέτρινο διάφραγμα που χωρίζει το Ιερό Βήμα από τον κυρίως χριστιανικό ορθόδοξο ναό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- εικονοστάσιο δεν υφίσταται στους ναούς της Καθολικής Εκκλησίας, των άλλων χριστιανικών δογμάτων, αλλά ούτε και σε μουσουλμανικά τεμένη. Στους αρχαίους ελληνικούς ναούς υπήρχε ως όμοιο διάφραγμα χωρίς να φέρονται επ΄ αυτού εικονίσματα.
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εικονοστάσιο
|