oratoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
oratoire | oratoires |
oratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
oratoire | oratoires |
oratoire (fr) αρσενικό
- ο χώρος προσευχής, το εικονοστάσιο