Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

(επίθετο) oratoire < λατινική oratorius
(ουσιαστικό) oratoire < λατινική oratorium

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔ.ʁa.twaʁ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
oratoire oratoires

oratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρητορικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
oratoire oratoires

oratoire (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία