oratorius
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- oratorius < orator < oro < os < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oː.raːˈtoː.ri.us/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : o‐ra‐to‐ri‐us
Επίθετο επεξεργασία
oratorius, -a, -um
oratorius, -a, -um