ορατόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορατόριο | τα | ορατόρια |
γενική | του | ορατόριου & ορατορίου |
των | ορατόριων & ορατορίων |
αιτιατική | το | ορατόριο | τα | ορατόρια |
κλητική | ορατόριο | ορατόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορατόριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀρατόριον, (λόγιο δάνειο) ιταλική oratorio[1] < λατινική oratorius < orator < oro < os < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ɾaˈto.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρα‐τό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορατόριο ουδέτερο
- (μουσική) μουσική σύνθεση για σύνολο οργάνων, χορωδία και τραγουδιστές, που συχνά έχει θρησκευτικό περιεχόμενο και προορίζεται να παιχτεί σε ναό, χωρίς όμως άλλα σκηνικά, κοστούμια ή ιδιαίτερη υποκριτική τέχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορατόριο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ορατόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας