Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

orator (en)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

orator < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

orator (la) αρσενικό

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική orator oratōrēs
γενική oratōris oratōrum
δοτική oratōrī oratōribus
αιτιατική oratōrem oratōrēs
κλητική orator oratōrēs
αφαιρετική oratōre oratōribus
(γ' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

orator (ro) αρσενικό

Κλίση επεξεργασία