Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτιτορικός η κτιτορική το κτιτορικό
      γενική του κτιτορικού της κτιτορικής του κτιτορικού
    αιτιατική τον κτιτορικό την κτιτορική το κτιτορικό
     κλητική κτιτορικέ κτιτορική κτιτορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτιτορικοί οι κτιτορικές τα κτιτορικά
      γενική των κτιτορικών των κτιτορικών των κτιτορικών
    αιτιατική τους κτιτορικούς τις κτιτορικές τα κτιτορικά
     κλητική κτιτορικοί κτιτορικές κτιτορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτιτορικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κτιτορικός < κτητορικός με παρετυμολόγηση προς το κτίζω[1] < κτήτωρ + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kti.to.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτι‐το‐ρι‐κός
ομόηχο: κτητορικός

  Επίθετο επεξεργασία

κτιτορικός (λόγιο)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία