↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπαιχτος η άπαιχτη το άπαιχτο
      γενική του άπαιχτου της άπαιχτης του άπαιχτου
    αιτιατική τον άπαιχτο την άπαιχτη το άπαιχτο
     κλητική άπαιχτε άπαιχτη άπαιχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπαιχτοι οι άπαιχτες τα άπαιχτα
      γενική των άπαιχτων των άπαιχτων των άπαιχτων
    αιτιατική τους άπαιχτους τις άπαιχτες τα άπαιχτα
     κλητική άπαιχτοι άπαιχτες άπαιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άπαιχτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄπαικτος[1] (ακατάλληλος για αστεϊσμό)[2] με ανομοίωση τρόπου αρθρώσεως [kt > xt] < ἄ- + παικ- + -τος[3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.pe.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐παι‐χτος

  Επίθετο

επεξεργασία

άπαιχτος, -η, -ο και άπαικτος

  1. που δεν έχει παιχτεί ή δεν μπορεί να παιχτεί
    ⮡  άπαιχτη παρτίδα, άπαιχτο χαρτί, άπαιχτος άσος
  2. (προφορικό) (για έργο, ρόλο κ.λπ.) που δεν παραστάθηκε στο κοινό
    ⮡  Το νέο θεατρικό έργο παραμένει άπαιχτο.
     συνώνυμα: απαρουσίαστος
  3. (για παιγνιόχαρτο) που δεν έχει χρησιμοποιηθεί στο παιχνίδι
  4. (λαϊκότροπο, αργκό) που δεν παίζεται, που είναι εκτός συναγωνισμού
    ⮡  Δεν το συζητώ. Ο τύπος είναι άπαιχτος.
     συνώνυμα: ασυναγώνιστος, φοβερός, άπιαστος, εξαιρετικός, τέλειος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άπαιχτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. άπαικτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
  3. άπαιχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας