μυσαρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυσαρότητα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μυσαρ (όψιμη ελληνιστική κοινή) από την αιτιατική ενικού «τὴν μυσαρότητα» με -ότητα <αρχαία ελληνική μυσαρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.saˈɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐σα‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυσαρότητα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μυσαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυσαρότητα
|
Πηγές
επεξεργασία- μυσαρός (& μυσαρότητα [μτγν]έστερο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- μυσαρότης [μσν] (μεσαιωνικό) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .