μυσαρότης
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυσαρότης ελληνιστική κοινή ή μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική μυσαρό(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυσαρότης, -ητος θηλυκό
- βδελυγμία, μυσαρότητα
- ※ 9ος αιώνας [γλώσσα: ελληνιστική] ⌘ Φώτιος
- Επιστολή 2.29 [1]
- πολλαὶ δὲ γλῶσσαι τὴν προτέραν διαπτυσάμεναι μυσαρότητα
- Anecdota Graeca, Photii, Liber I, 133
- μυσαρότητος καὶ ἀποστασίας
- Επιστολή 2.29 [1]
- ※ 9ος αιώνας [γλώσσα: ελληνιστική] ⌘ Φώτιος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- συνώνυμο του μυσαρία (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- μυσαρότης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μυσαρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.