λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυσαρότης αἱ μυσαρότητες
      γενική τῆς μυσαρότητος τῶν μυσαροτήτων
      δοτική τῇ μυσαρότητι ταῖς μυσαρότησι(ν)
    αιτιατική τὴν μυσαρότητα τὰς μυσαρότητας
     κλητική ! μυσαρότης μυσαρότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυσαρότης ελληνιστική κοινή ή μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική μυσαρό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυσαρότης, -ητος θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία