μυσαρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μυσαρός | η | μυσαρή | το | μυσαρό |
γενική | του | μυσαρού | της | μυσαρής | του | μυσαρού |
αιτιατική | τον | μυσαρό | τη | μυσαρή | το | μυσαρό |
κλητική | μυσαρέ | μυσαρή | μυσαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μυσαροί | οι | μυσαρές | τα | μυσαρά |
γενική | των | μυσαρών | των | μυσαρών | των | μυσαρών |
αιτιατική | τους | μυσαρούς | τις | μυσαρές | τα | μυσαρά |
κλητική | μυσαροί | μυσαρές | μυσαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυσαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυσαρός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.saˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐σα‐ρός
- ομόηχο: μυσαρώς
Επίθετο επεξεργασία
μυσαρός, -ή, -ό
- (λόγιο) που προκαλεί αποστροφή για την αξιόμεμπτη συμπεριφορά του, ηθικά επιλήψιμος
- → δείτε και τις λέξεις ανήθικος και αποτρόπαιος
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μυσαρότητα
- μυσαρώς (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυσαρός
|
Πηγές επεξεργασία
- μυσαρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Λέξεις με μυσαρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυσαρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
μυσαρός, -ά, -όν
- ακάθαρτος, βρόμικος, ρυπαρός
- (συνεκδοχικά) αηδιαστικός, σιχαμερός
- (για πρόσωπα) μιαρός, μολυσμένος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 1624
- […] αἷμα μητρὸς μυσαρὸν ἐξειργασμένος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 1624
Παράγωγα επεξεργασία
παράγωγα και σύνθετα με μυσαρ-
- μυσαρία
- μυσαρόγλωσσος
- μυσαροποιΐα
- μυσαρότης
- μυσαρῶς (επίρρημα)
- μυσαρώτατος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μύσος
Πηγές επεξεργασία
- μυσαρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυσαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.