Δείτε επίσης: μισαρός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυσαρός η μυσαρή το μυσαρό
      γενική του μυσαρού της μυσαρής του μυσαρού
    αιτιατική τον μυσαρό τη μυσαρή το μυσαρό
     κλητική μυσαρέ μυσαρή μυσαρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυσαροί οι μυσαρές τα μυσαρά
      γενική των μυσαρών των μυσαρών των μυσαρών
    αιτιατική τους μυσαρούς τις μυσαρές τα μυσαρά
     κλητική μυσαροί μυσαρές μυσαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυσαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μυσαρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.saˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐σα‐ρός
ομόηχο: μυσαρώς

  Επίθετο

επεξεργασία

μυσαρός, -ή, -ό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μυσαρός μυσαρᾱ́ τὸ μυσαρόν
      γενική τοῦ μυσαροῦ τῆς μυσαρᾶς τοῦ μυσαροῦ
      δοτική τῷ μυσαρ τῇ μυσαρ τῷ μυσαρ
    αιτιατική τὸν μυσαρόν τὴν μυσαρᾱ́ν τὸ μυσαρόν
     κλητική ! μυσαρέ μυσαρᾱ́ μυσαρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μυσαροί αἱ μυσαραί τὰ μυσαρᾰ́
      γενική τῶν μυσαρῶν τῶν μυσαρῶν τῶν μυσαρῶν
      δοτική τοῖς μυσαροῖς ταῖς μυσαραῖς τοῖς μυσαροῖς
    αιτιατική τοὺς μυσαρούς τὰς μυσαρᾱ́ς τὰ μυσαρᾰ́
     κλητική ! μυσαροί μυσαραί μυσαρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μυσαρώ τὼ μυσαρᾱ́ τὼ μυσαρώ
      γεν-δοτ τοῖν μυσαροῖν τοῖν μυσαραῖν τοῖν μυσαροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυσαρός < μύσος + -ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

μυσαρός, -ά, -όν

  1. ακάθαρτος, βρόμικος, ρυπαρός
  2. (συνεκδοχικά) αηδιαστικός, σιχαμερός
  3. (για πρόσωπα) μιαρός, μολυσμένος
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 1624
    […] αἷμα μητρὸς μυσαρὸν ἐξειργασμένος

Παράγωγα

επεξεργασία

παράγωγα και σύνθετα με μυσαρ-

Συγγενικά

επεξεργασία