μυσαρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
μυσαρά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυσαρά
→ δείτε τη λέξη αηδιαστικά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μυσαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μυσαρό) του μυσαρός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μῠσᾰρᾱ́ με μακρά κατάληξη
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μυσαρός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του μυσαρός
μῠσᾰρᾰ́ με βραχεία κατάληξη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μυσαρό) του μυσαρός