εξεμέτρησε το ζην
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξεμέτρησε το ζην < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκμετρῶ τό ζῆν, → δείτε τις λέξεις εκμετρώ, το και ζην
Έκφραση
επεξεργασίαεξεμέτρησε το ζην
- (λόγιο, παρωχημένο) πέθανε
- (λόγιο, μεταφορικά) είναι πλέον παρωχημένο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξεμέτρησε το ζην
|
Πηγές
επεξεργασία- εκμετρώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ζην - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας