↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάκαυση οι κατακαύσεις
      γενική της κατάκαυσης* των κατακαύσεων
    αιτιατική την κατάκαυση τις κατακαύσεις
     κλητική κατάκαυση κατακαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάκαυση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κατάκαυσις, κατακαίω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάκαυση θηλυκό

  1. (σπάνιο) η ολοσχερής καύση, η ολική αποτέφρωση[1]
    ⮡  η κατάκαυση των ξύλινων μερών της κατασκευής ήταν αποτέλεσμα της αργοπορημένης αντίδρασης στο ξέσπασμα της φωτιάς
    → δείτε τις λέξεις ανάφλεξη και υποηχητική καύση
  2. (σπάνιο) η αργή έκρηξη όπως αυτή των εκρηκτικών που χρησιμοποιούνται ως προωθητικό υλικό (λ.χ. σε εκτοξεύσεις)[2]
  3. (νεολογισμός, πυροσβεστική ορολογία) μέθοδος ελεγχόμενης χρήσης φωτιάς περιμετρικά μιας πυρκαγιάς σε αγροτοδασική έκταση, με στόχο το κάψιμο της καύσιμης ύλης[3] σε συγκεκριμένο εύρος και τη διαπλάτυνση των ζωνών με καμένο υλικό, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα η πυρκαγιά να υπερπηδήσει αυτές τις ζώνες[4]
    → δείτε και τη λέξη αντιπύρ
    ※  Τη δυνατότητα χρήσης του αντιπυρός και της κατάκαυσης θα έχουν στο εξής οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής. (Φωτιές: Τι είναι η μέθοδος «αντιπύρ» που βρίσκεται πια στη φαρέτρα των πυροσβεστών - Πότε θα μπορεί να εφαρμόζεται εφημ. Έθνος, 25/06/2022 [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Εγκυκλοπαίδεια Δομή (εκδ. 1969), τόμ. 17 (Λεξικό-Ευρετήριο, 2), σ. 48.
  3. Δηλαδή των υλικών που καίγονται, οπότε που θα καούν από την πυρκαγιά που είναι σε εξέλιξη και πρέπει να αντιμετωπιστεί, να σταματήσει.
  4. Βλ. ΚΥΑ αριθμ. 167/2022: «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων χρήσης φωτιάς από το Πυροσβεστικό Σώμα για την κατάσβεση υπαίθριας πυρκαγιάς», ΦΕΚ Β΄/3232/23.6.2022, σ. 32018.